συμφρονήσας

συμφρονήσας
συμφρονήσᾱς , συμφρονέω
to be of one mind with
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
συμφρονήσᾱς , συμφρονέω
to be of one mind with
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμφρονώ — έω, ΜΑ [σύμφρων, ονος] έχω τα ίδια φρονήματα, συμφωνώ («συνεφρόνησαν ἀλλήλοις εἰς τὸ μὴ συντελεῑν», Πολ.) αρχ. 1. συγκατανεύω 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι 3. σκέπτομαι, εξετάζω 4. βρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι («πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”